- επιλογικός
- ἐπιλογικός, -ή, -όν (Α) [επίλογος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίλογο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλογικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιλογή ή στον επίλογο (βλ. λλ.), ο τελικός ή ο προτιμότερος: Επιλογικά θαπω τα εξής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιλογικά — ἐπιλογικός of neut nom/voc/acc pl ἐπιλογικά̱ , ἐπιλογικός of fem nom/voc/acc dual ἐπιλογικά̱ , ἐπιλογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικώτερον — ἐπιλογικός of adverbial comp ἐπιλογικός of masc acc comp sg ἐπιλογικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικῶν — ἐπιλογικός of fem gen pl ἐπιλογικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικόν — ἐπιλογικός of masc acc sg ἐπιλογικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικαῖς — ἐπιλογικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικαί — ἐπιλογικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικοῖς — ἐπιλογικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογικούς — ἐπιλογικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)